- ταριχευτήρ
- τᾰρῑχ-ευτήρ, ῆρος, ὁ, = sq. 1, Man.4.267.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταριχευτήρ — ῆρος, ὁ, Α ταριχευτής. [ΕΤΎΜΟΛ. < ταριχεύω + επίθημα τήρ (πρβλ. τοξευ τήρ)] … Dictionary of Greek
ταριχευτῆρας — ταριχευτήρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)